-
1 προσειλεω
(дор. inf. praes. προτιειλεῖν)1) оттеснять, отбрасывать(τινα ποτὴ νῆας Hom.)
μέ προσείλει (v. l. πρόσιλλε) χεῖρα Eur. — не отталкивай (меня) рукой2) med. подходить, подбираться(σοφιστικῶς π. τινι Sext.)
1 προσειλεω
(τινα ποτὴ νῆας Hom.)
(σοφιστικῶς π. τινι Sext.)